- λιθομαργαροζάφειρος
- λιθομαργαροζάφειρος, -ον (Μ)1. διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους, με μαργαριτάρια και ζαφείρια2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιθομαργαροζάφειρονπολύτιμοι λίθοι, μαργαριτάρια και ζαφείρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθομάργαρον + ζαφείρι].
Dictionary of Greek. 2013.